- ζαθέοις
- ζάθεοςvery divinemasc/neut dat plζάθεοςvery divinemasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικοσμώ — ἐπικοσμῶ, έω (Α) 1. διακοσμώ επί πλέον ή κατόπιν («τά τείχεά τε ἐπεκόσμησαν καὶ τὰ ἱρά», Ηρόδ.) 2. γεν. στολίζω, ευτρεπίζω, διακοσμώ 3. (με δοτ.) στολίζω με κάτι («[κέρκον] ἐπεκόσμηκεν ἡ φύσις θριξί», Αριστοτ.) 4. πανηγυρίζω, τιμώ («Δήμητραν θεὰν … Dictionary of Greek